εξαργυρώσιμος

εξαργυρώσιμος
η , ο [ός , ον] могущий быть обмененным на деньги (о векселе, чеке и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εξαργυρώσιμος" в других словарях:

  • εξαργυρώσιμος — η, ο [εξαργύρωση] αυτός που μπορεί να ανταλλαχθεί με χρήματα, που μπορεί να εκποιηθεί και να μεταβληθεί σε ρευστό χρήμα, ο δεκτικός εξαργυρώσεως …   Dictionary of Greek

  • εξαργυρώσιμος — η, ο που μπορεί να εξαργυρωθεί, να μεταβληθεί σε ρευστό χρήμα, να ανταλλαχτεί με χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»